ποδαλάμπερτ

ποδαλάμπερτ
το, Ν
μετρολ.
μονάδα λαμπρότητας, ίση με τη λαμπρότητα μιας απολύτως ανακλαστικής επιφάνειας, η οποία εκπέμπει ή ανακλά ένα λούμεν ανά τετραγωνικό πόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού αγγλ. footlambert < foot «πόδι» + lambert].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”